αρχικτηνίατρος • (archiktiníatros) m (plural αρχικτηνίατροι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχικτηνίατρος (archiktiníatros) | αρχικτηνίατροι (archiktiníatroi) |
genitive | αρχικτηνίατρου (archiktiníatrou) αρχικτηνιάτρου (archiktiniátrou) |
αρχικτηνίατρων (archiktiníatron) αρχικτηνιάτρων (archiktiniátron) |
accusative | αρχικτηνίατρο (archiktiníatro) | αρχικτηνίατρους (archiktiníatrous) αρχικτηνιάτρους (archiktiniátrous) |
vocative | αρχικτηνίατρε (archiktiníatre) | αρχικτηνίατροι (archiktiníatroi) |
Second forms are formal.