κτηνίατρος • (ktiníatros) m or f (plural κτηνίατροι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κτηνίατρος (ktiníatros) | κτηνίατροι (ktiníatroi) |
genitive | κτηνίατρου (ktiníatrou) κτηνιάτρου (ktiniátrou) |
κτηνίατρων (ktiníatron) κτηνιάτρων (ktiniátron) |
accusative | κτηνίατρο (ktiníatro) | κτηνίατρους (ktiníatrous) κτηνιάτρους (ktiniátrous) |
vocative | κτηνίατρε (ktiníatre) | κτηνίατροι (ktiníatroi) |
Second forms are formal.