ασεισμικός • (aseismikós) m (feminine ασεισμική, neuter ασεισμικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ασεισμικός (aseismikós) | ασεισμική (aseismikí) | ασεισμικό (aseismikó) | ασεισμικοί (aseismikoí) | ασεισμικές (aseismikés) | ασεισμικά (aseismiká) | |
genitive | ασεισμικού (aseismikoú) | ασεισμικής (aseismikís) | ασεισμικού (aseismikoú) | ασεισμικών (aseismikón) | ασεισμικών (aseismikón) | ασεισμικών (aseismikón) | |
accusative | ασεισμικό (aseismikó) | ασεισμική (aseismikí) | ασεισμικό (aseismikó) | ασεισμικούς (aseismikoús) | ασεισμικές (aseismikés) | ασεισμικά (aseismiká) | |
vocative | ασεισμικέ (aseismiké) | ασεισμική (aseismikí) | ασεισμικό (aseismikó) | ασεισμικοί (aseismikoí) | ασεισμικές (aseismikés) | ασεισμικά (aseismiká) |