ασημείωτος • (asimeíotos) m (feminine ασημείωτη, neuter ασημείωτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασημείωτος • | ασημείωτη • | ασημείωτο • | ασημείωτοι • | ασημείωτες • | ασημείωτα • |
genitive | ασημείωτου • | ασημείωτης • | ασημείωτου • | ασημείωτων • | ασημείωτων • | ασημείωτων • |
accusative | ασημείωτο • | ασημείωτη • | ασημείωτο • | ασημείωτους • | ασημείωτες • | ασημείωτα • |
vocative | ασημείωτε • | ασημείωτη • | ασημείωτο • | ασημείωτοι • | ασημείωτες • | ασημείωτα • |