άσημος • (ásimos) m (feminine άσημη, neuter άσημο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άσημος • | άσημη • | άσημο • | άσημοι • | άσημες • | άσημα • |
genitive | άσημου • | άσημης • | άσημου • | άσημων • | άσημων • | άσημων • |
accusative | άσημο • | άσημη • | άσημο • | άσημους • | άσημες • | άσημα • |
vocative | άσημε • | άσημη • | άσημο • | άσημοι • | άσημες • | άσημα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άσημος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άσημος, etc.) |