διάσημος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word διάσημος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word διάσημος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say διάσημος in singular and plural. Everything you need to know about the word διάσημος you have here. The definition of the word διάσημος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofδιάσημος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Ancient Greek διάσημος (diásēmos), from δια- (dia-, dia-, through) +‎ σῆμα (sêma, mark, sign).

Adjective

διάσημος (diásimosm (feminine διάσημη, neuter διάσημο)

  1. famous, celebrated

Declension

Declension of διάσημος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διάσημος (diásimos) διάσημη (diásimi) διάσημο (diásimo) διάσημοι (diásimoi) διάσημες (diásimes) διάσημα (diásima)
genitive διάσημου (diásimou) διάσημης (diásimis) διάσημου (diásimou) διάσημων (diásimon) διάσημων (diásimon) διάσημων (diásimon)
accusative διάσημο (diásimo) διάσημη (diásimi) διάσημο (diásimo) διάσημους (diásimous) διάσημες (diásimes) διάσημα (diásima)
vocative διάσημε (diásime) διάσημη (diásimi) διάσημο (diásimo) διάσημοι (diásimoi) διάσημες (diásimes) διάσημα (diásima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διάσημος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διάσημος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διασημότερος (diasimóteros) διασημότερη (diasimóteri) διασημότερο (diasimótero) διασημότεροι (diasimóteroi) διασημότερες (diasimóteres) διασημότερα (diasimótera)
genitive διασημότερου (diasimóterou) διασημότερης (diasimóteris) διασημότερου (diasimóterou) διασημότερων (diasimóteron) διασημότερων (diasimóteron) διασημότερων (diasimóteron)
accusative διασημότερο (diasimótero) διασημότερη (diasimóteri) διασημότερο (diasimótero) διασημότερους (diasimóterous) διασημότερες (diasimóteres) διασημότερα (diasimótera)
vocative διασημότερε (diasimótere) διασημότερη (diasimóteri) διασημότερο (diasimótero) διασημότεροι (diasimóteroi) διασημότερες (diasimóteres) διασημότερα (diasimótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διασημότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διασημότατος (diasimótatos) διασημότατη (diasimótati) διασημότατο (diasimótato) διασημότατοι (diasimótatoi) διασημότατες (diasimótates) διασημότατα (diasimótata)
genitive διασημότατου (diasimótatou) διασημότατης (diasimótatis) διασημότατου (diasimótatou) διασημότατων (diasimótaton) διασημότατων (diasimótaton) διασημότατων (diasimótaton)
accusative διασημότατο (diasimótato) διασημότατη (diasimótati) διασημότατο (diasimótato) διασημότατους (diasimótatous) διασημότατες (diasimótates) διασημότατα (diasimótata)
vocative διασημότατε (diasimótate) διασημότατη (diasimótati) διασημότατο (diasimótato) διασημότατοι (diasimótatoi) διασημότατες (diasimótates) διασημότατα (diasimótata)