αστράγγιστος • (astrángistos) m (feminine αστράγγιστη, neuter αστράγγιστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστράγγιστος • | αστράγγιστη • | αστράγγιστο • | αστράγγιστοι • | αστράγγιστες • | αστράγγιστα • |
genitive | αστράγγιστου • | αστράγγιστης • | αστράγγιστου • | αστράγγιστων • | αστράγγιστων • | αστράγγιστων • |
accusative | αστράγγιστο • | αστράγγιστη • | αστράγγιστο • | αστράγγιστους • | αστράγγιστες • | αστράγγιστα • |
vocative | αστράγγιστε • | αστράγγιστη • | αστράγγιστο • | αστράγγιστοι • | αστράγγιστες • | αστράγγιστα • |