Hello, you have come here looking for the meaning of the word
στραγγίζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
στραγγίζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
στραγγίζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
στραγγίζω you have here. The definition of the word
στραγγίζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
στραγγίζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Ancient Greek
Etymology
From στράγξ (stránx, “drop”) (genitive στραγγός (strangós) + -ίζω (-ízō).
Pronunciation
- IPA(key): /straɲˈɟi.zo/ → /straɲˈɟi.zo/
Verb
στραγγῐ́ζω • (strangízō) (Koine)
- to squeeze out
Descendants
Further reading
Greek
Etymology
From Hellenistic Koine Greek στραγγίζω from Ancient Greek στραγγός (strangós, “drop”).
Pronunciation
- IPA(key): /stɾaŋˈɟizo/
- Hyphenation: στραγ‧γί‧ζω
Verb
στραγγίζω • (strangízo) active (past στράγγιξα/στράγγισα, passive στραγγίζομαι)
- (transitive, intransitive) to drain, wring, drip-dry, dry off (let something lose its dampness by hanging or twisting)
- Στράγγιξε καλά τα ρούχα, πριν τα απλώσεις. ― Strángixe kalá ta roúcha, prin ta aplóseis. ― Wring the clothes well before you lay them out.
- Ασ’ το πουκάμισο να στραγγίξει. ― As’ to poukámiso na strangíxei. ― Let the shirt dry off.
- (intransitive) to strain, filter (separate solid from liquid by passing through a strainer or colander)
- Στραγγίζω το γιαούρτι για να φτιάξω στραγγιστό γιαούρτι. ― Strangízo to giaoúrti gia na ftiáxo strangistó giaoúrti. ― I strain the yoghurt in order to make Greek yoghurt.
- (intransitive) to pan (wash in a pan when searching for gold)
- Στη δεκαετία του 1840, πολλοί στην Αμερική στράγγιζαν για χρυσό. ― Sti dekaetía tou 1840, polloí stin Amerikí strángizan gia chrysó. ― In the 1840s, many in America were panning for gold.
- (intransitive, figuratively) to drink dry (completely drink a liquid)
- Στο τέλος, στράγγιξαν εντελώς το βαρέλι η δυό τους. ― Sto télos, strángixan entelós to varéli i dyó tous. ― In the end, the two of them drank the barrel dry.
- (transitive, intransitive, figuratively) to wear out, drain, bleed dry / bleed white (remove all vitality or life by hard work etc)
- Μ’ έχει στραγγίξει η δουλειά σήμερα. ― M’ échei strangíxei i douleiá símera. ― Work has worn me out today.
1974, “Μαλαματένια Λόγια [Malamaténia Lógia, Golden Words]”, in Manos Eleutheriou (lyrics), Yannis Markopoulos (music), Θητεία [Thiteía, Service], performed by Charalampos Garganourakis, Lakis Chalkias, and Tania Tsanaklidou:Τ’ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία,
Που στράγγιξες χαμένα μια γενιά.- T’ aïdónia se chtikiásane stin Troía,
Pou strángixes chaména mia geniá. - The nightingales tormented you in Troy,
Where you bled a whole generation dry.
1986, “Τα Παιδιά της Καταιγίδας [Ta Paidiá tis Kataigídas, The Children of the Storm]”, in Nikos Gatsos (lyrics), Manos Hatzidakis (music), Χειμωνιάτικος Ήλιος [Cheimoniátikos Ílios, Winter Sun], performed by Manolis Mitsias:Μάνα μου, μάνα μου,
Ποιος μας άγγιξε;
Την φτωχή μας καρδιά
Ποιος την στράγγιξε;- Mána mou, mána mou,
Poios mas ángixe?
Tin ftochí mas kardiá
Poios tin strángixe; - Mother of mine, mother of mine,
Who has touched us?
Who has drained
Our poor heart?
Conjugation
στραγγίζω στραγγίζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
στραγγίζω
|
στραγγίξω, στραγγίσω
|
στραγγίζομαι
|
στραγγιχτώ, στραγγιστώ
|
2 sg
|
στραγγίζεις
|
στραγγίξεις, στραγγίσεις
|
στραγγίζεσαι
|
στραγγιχτείς, στραγγιστείς
|
3 sg
|
στραγγίζει
|
στραγγίξει, στραγγίσει
|
στραγγίζεται
|
στραγγιχτεί, στραγγιστεί
|
|
1 pl
|
στραγγίζουμε, [‑ομε]
|
στραγγίξουμε, [‑ομε], στραγγίσουμε, [‑ομε]
|
στραγγιζόμαστε
|
στραγγιχτούμε, στραγγιστούμε
|
2 pl
|
στραγγίζετε
|
στραγγίξετε, στραγγίσετε
|
στραγγίζεστε, στραγγιζόσαστε
|
στραγγιχτείτε, στραγγιστείτε
|
3 pl
|
στραγγίζουν(ε)
|
στραγγίξουν(ε), στραγγίσουν(ε)
|
στραγγίζονται
|
στραγγιχτούν(ε), στραγγιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
στράγγιζα
|
στράγγιξα, στράγγισα
|
στραγγιζόμουν(α)
|
στραγγίχτηκα, στραγγίστηκα
|
2 sg
|
στράγγιζες
|
στράγγιξες, στράγγισες
|
στραγγιζόσουν(α)
|
στραγγίχτηκες, στραγγίστηκες
|
3 sg
|
στράγγιζε
|
στράγγιξε, στράγγισε
|
στραγγιζόταν(ε)
|
στραγγίχτηκε, στραγγίστηκε
|
|
1 pl
|
στραγγίζαμε
|
στραγγίξαμε, στραγγίσαμε
|
στραγγιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
στραγγιχτήκαμε, στραγγιστήκαμε
|
2 pl
|
στραγγίζατε
|
στραγγίξατε, στραγγίσατε
|
στραγγιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
στραγγιχτήκατε, στραγγιστήκατε
|
3 pl
|
στράγγιζαν, στραγγίζαν(ε)
|
στράγγιξαν, στραγγίξαν(ε), στράγγισαν
|
στραγγίζονταν, (στραγγιζόντουσαν)
|
στραγγίχτηκαν, στραγγιχτήκαν(ε), στραγγίστηκαν, στραγγιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα στραγγίζω ➤
|
θα στραγγίξω / στραγγίσω ➤
|
θα στραγγίζομαι ➤
|
θα στραγγιχτώ / στραγγιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα στραγγίζεις, …
|
θα στραγγίξεις / στραγγίσεις, …
|
θα στραγγίζεσαι, …
|
θα στραγγιχτείς / στραγγιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … στραγγίξει / στραγγίσει έχω, έχεις, … στραγγιγμένο, ‑η, ‑ο / στραγγισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … στραγγιχτεί / στραγγιστεί είμαι, είσαι, … στραγγιγμένος, ‑η, ‑ο / στραγγισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … στραγγίξει / στραγγίσει είχα, είχες, … στραγγιγμένο, ‑η, ‑ο / στραγγισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … στραγγιχτεί / στραγγιστεί ήμουν, ήσουν, … στραγγιγμένος, ‑η, ‑ο / στραγγισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … στραγγίξει / στραγγίσει θα έχω, θα έχεις, … στραγγιγμένο, ‑η, ‑ο / στραγγισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … στραγγιχτεί / στραγγιστεί θα είμαι, θα είσαι, … στραγγιγμένος, ‑η, ‑ο / στραγγισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
στράγγιζε
|
στράγγιξε, στράγγισε, στράγγιχ' 1
|
—
|
στραγγίξου, στραγγίσου
|
2 pl
|
στραγγίζετε
|
στραγγίξτε, στραγγίχτε2
|
στραγγίζεστε
|
στραγγιχτείτε, στραγγιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
στραγγίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας στραγγίξει / στραγγίσει ➤
|
στραγγιγμένος, ‑η, ‑ο / στραγγισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
στραγγίξει, στραγγίσει
|
στραγγιχτεί, στραγγιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. στράγγιχ' το ("drain it!") 2. Colloquial. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Synonyms
Derived terms
- στράγγιση f (strángisi, “wringing, draining”)
- στράγγισμα n (strángisma, “wringing, draining”)
- στραγγιστήρι n (strangistíri, “strainer”)
- στραγγιστικός (strangistikós, “straining, wringing”)
- στραγγιστός (strangistós, “strained, drained”)
- αποστραγγίζω (apostrangízo, “to wring”)