ασυμφιλίωτος • (asymfilíotos) m (feminine ασυμφιλίωτη, neuter ασυμφιλίωτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασυμφιλίωτος • | ασυμφιλίωτη • | ασυμφιλίωτο • | ασυμφιλίωτοι • | ασυμφιλίωτες • | ασυμφιλίωτα • |
genitive | ασυμφιλίωτου • | ασυμφιλίωτης • | ασυμφιλίωτου • | ασυμφιλίωτων • | ασυμφιλίωτων • | ασυμφιλίωτων • |
accusative | ασυμφιλίωτο • | ασυμφιλίωτη • | ασυμφιλίωτο • | ασυμφιλίωτους • | ασυμφιλίωτες • | ασυμφιλίωτα • |
vocative | ασυμφιλίωτε • | ασυμφιλίωτη • | ασυμφιλίωτο • | ασυμφιλίωτοι • | ασυμφιλίωτες • | ασυμφιλίωτα • |