αδιάλλακτος • (adiállaktos) m (feminine αδιάλλακτη, neuter αδιάλλακτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιάλλακτος • | αδιάλλακτη • | αδιάλλακτο • | αδιάλλακτοι • | αδιάλλακτες • | αδιάλλακτα • |
genitive | αδιάλλακτου • | αδιάλλακτης • | αδιάλλακτου • | αδιάλλακτων • | αδιάλλακτων • | αδιάλλακτων • |
accusative | αδιάλλακτο • | αδιάλλακτη • | αδιάλλακτο • | αδιάλλακτους • | αδιάλλακτες • | αδιάλλακτα • |
vocative | αδιάλλακτε • | αδιάλλακτη • | αδιάλλακτο • | αδιάλλακτοι • | αδιάλλακτες • | αδιάλλακτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιάλλακτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιάλλακτος, etc.) |