ασυχώρετος • (asychóretos) m (feminine ασυχώρετη, neuter ασυχώρετο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασυχώρετος • | ασυχώρετη • | ασυχώρετο • | ασυχώρετοι • | ασυχώρετες • | ασυχώρετα • |
genitive | ασυχώρετου • | ασυχώρετης • | ασυχώρετου • | ασυχώρετων • | ασυχώρετων • | ασυχώρετων • |
accusative | ασυχώρετο • | ασυχώρετη • | ασυχώρετο • | ασυχώρετους • | ασυχώρετες • | ασυχώρετα • |
vocative | ασυχώρετε • | ασυχώρετη • | ασυχώρετο • | ασυχώρετοι • | ασυχώρετες • | ασυχώρετα • |