From Koine Greek ἀσυγχώρητος (“forbidden; one who does not forgive”). By surface analysis, α- (a-) + συγχωρώ (synchoró) + -τος (-tos).
ασυγχώρητος • (asynchóritos) m (feminine ασυγχώρητη, neuter ασυγχώρητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασυγχώρητος • | ασυγχώρητη • | ασυγχώρητο • | ασυγχώρητοι • | ασυγχώρητες • | ασυγχώρητα • |
genitive | ασυγχώρητου • | ασυγχώρητης • | ασυγχώρητου • | ασυγχώρητων • | ασυγχώρητων • | ασυγχώρητων • |
accusative | ασυγχώρητο • | ασυγχώρητη • | ασυγχώρητο • | ασυγχώρητους • | ασυγχώρητες • | ασυγχώρητα • |
vocative | ασυγχώρητε • | ασυγχώρητη • | ασυγχώρητο • | ασυγχώρητοι • | ασυγχώρητες • | ασυγχώρητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ασυγχώρητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ασυγχώρητος, etc.) |