ατακτοποίητος • (ataktopoíitos) m (feminine ατακτοποίητη, neuter ατακτοποίητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ατακτοποίητος (ataktopoíitos) | ατακτοποίητη (ataktopoíiti) | ατακτοποίητο (ataktopoíito) | ατακτοποίητοι (ataktopoíitoi) | ατακτοποίητες (ataktopoíites) | ατακτοποίητα (ataktopoíita) | |
genitive | ατακτοποίητου (ataktopoíitou) | ατακτοποίητης (ataktopoíitis) | ατακτοποίητου (ataktopoíitou) | ατακτοποίητων (ataktopoíiton) | ατακτοποίητων (ataktopoíiton) | ατακτοποίητων (ataktopoíiton) | |
accusative | ατακτοποίητο (ataktopoíito) | ατακτοποίητη (ataktopoíiti) | ατακτοποίητο (ataktopoíito) | ατακτοποίητους (ataktopoíitous) | ατακτοποίητες (ataktopoíites) | ατακτοποίητα (ataktopoíita) | |
vocative | ατακτοποίητε (ataktopoíite) | ατακτοποίητη (ataktopoíiti) | ατακτοποίητο (ataktopoíito) | ατακτοποίητοι (ataktopoíitoi) | ατακτοποίητες (ataktopoíites) | ατακτοποίητα (ataktopoíita) |