ατηγάνιτος • (atigánitos) m (feminine ατηγάνιτη, neuter ατηγάνιτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ατηγάνιτος • | ατηγάνιτη • | ατηγάνιτο • | ατηγάνιτοι • | ατηγάνιτες • | ατηγάνιτα • |
genitive | ατηγάνιτου • | ατηγάνιτης • | ατηγάνιτου • | ατηγάνιτων • | ατηγάνιτων • | ατηγάνιτων • |
accusative | ατηγάνιτο • | ατηγάνιτη • | ατηγάνιτο • | ατηγάνιτους • | ατηγάνιτες • | ατηγάνιτα • |
vocative | ατηγάνιτε • | ατηγάνιτη • | ατηγάνιτο • | ατηγάνιτοι • | ατηγάνιτες • | ατηγάνιτα • |