αυθύπαρχτος • (afthýparchtos) m (feminine αυθύπαρχτη, neuter αυθύπαρχτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αυθύπαρχτος (afthýparchtos) | αυθύπαρχτη (afthýparchti) | αυθύπαρχτο (afthýparchto) | αυθύπαρχτοι (afthýparchtoi) | αυθύπαρχτες (afthýparchtes) | αυθύπαρχτα (afthýparchta) | |
genitive | αυθύπαρχτου (afthýparchtou) | αυθύπαρχτης (afthýparchtis) | αυθύπαρχτου (afthýparchtou) | αυθύπαρχτων (afthýparchton) | αυθύπαρχτων (afthýparchton) | αυθύπαρχτων (afthýparchton) | |
accusative | αυθύπαρχτο (afthýparchto) | αυθύπαρχτη (afthýparchti) | αυθύπαρχτο (afthýparchto) | αυθύπαρχτους (afthýparchtous) | αυθύπαρχτες (afthýparchtes) | αυθύπαρχτα (afthýparchta) | |
vocative | αυθύπαρχτε (afthýparchte) | αυθύπαρχτη (afthýparchti) | αυθύπαρχτο (afthýparchto) | αυθύπαρχτοι (afthýparchtoi) | αυθύπαρχτες (afthýparchtes) | αυθύπαρχτα (afthýparchta) |