Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αυξομειώνω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αυξομειώνω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αυξομειώνω in singular and plural. Everything you need to know about the word
αυξομειώνω you have here. The definition of the word
αυξομειώνω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αυξομειώνω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learnedly, from the Hellenistic Ancient Greek αὐξομειῶ (auxomeiô), contracted form of αὐξομειόω (auxomeióō), with metaplasm + -ώνω (-óno). By surface analysis, αυξάνω (afxáno, “to grow”) + μειώνω (meióno, “to reduce”)
Pronunciation
- IPA(key): /af.kso.miˈo.no/
- Hyphenation: αυ‧ξο‧μει‧ώ‧νω
Verb
αυξομειώνω • (afxomeióno) (past αυξομείωσα, passive αυξομειώνομαι, p‑past αυξομειώθηκα, ppp αυξομειωμένος)
- (transitive) to fluctuate
Conjugation
αυξομειώνω αυξομειώνομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αυξομειώνω
|
αυξομειώσω
|
αυξομειώνομαι
|
αυξομειωθώ
|
2 sg
|
αυξομειώνεις
|
αυξομειώσεις
|
αυξομειώνεσαι
|
αυξομειωθείς
|
3 sg
|
αυξομειώνει
|
αυξομειώσει
|
αυξομειώνεται
|
αυξομειωθεί
|
|
1 pl
|
αυξομειώνουμε, [‑ομε]
|
αυξομειώσουμε, [‑ομε]
|
αυξομειωνόμαστε
|
αυξομειωθούμε
|
2 pl
|
αυξομειώνετε
|
αυξομειώσετε
|
αυξομειώνεστε, αυξομειωνόσαστε
|
αυξομειωθείτε
|
3 pl
|
αυξομειώνουν(ε)
|
αυξομειώσουν(ε)
|
αυξομειώνονται
|
αυξομειωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αυξομείωνα
|
αυξομείωσα
|
αυξομειωνόμουν(α)
|
αυξομειώθηκα
|
2 sg
|
αυξομείωνες
|
αυξομείωσες
|
αυξομειωνόσουν(α)
|
αυξομειώθηκες
|
3 sg
|
αυξομείωνε
|
αυξομείωσε
|
αυξομειωνόταν(ε)
|
αυξομειώθηκε
|
|
1 pl
|
αυξομειώναμε
|
αυξομειώσαμε
|
αυξομειωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
αυξομειωθήκαμε
|
2 pl
|
αυξομειώνατε
|
αυξομειώσατε
|
αυξομειωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
αυξομειωθήκατε
|
3 pl
|
αυξομείωναν, αυξομειώναν(ε)
|
αυξομείωσαν, αυξομειώσαν(ε)
|
αυξομειώνονταν, (αυξομειωνόντουσαν)
|
αυξομειώθηκαν, αυξομειωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αυξομειώνω ➤
|
θα αυξομειώσω ➤
|
θα αυξομειώνομαι ➤
|
θα αυξομειωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αυξομειώνεις, …
|
θα αυξομειώσεις, …
|
θα αυξομειώνεσαι, …
|
θα αυξομειωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αυξομειώσει έχω, έχεις, … αυξομειωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αυξομειωθεί είμαι, είσαι, … αυξομειωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αυξομειώσει είχα, είχες, … αυξομειωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αυξομειωθεί ήμουν, ήσουν, … αυξομειωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αυξομειώσει θα έχω, θα έχεις, … αυξομειωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αυξομειωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αυξομειωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αυξομείωνε
|
αυξομείωσε
|
—
|
αυξομειώσου
|
2 pl
|
αυξομειώνετε
|
αυξομειώστε
|
αυξομειώνεστε
|
αυξομειωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αυξομειώνοντας ➤
|
αυξομειούμενος, -η, -ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αυξομειώσει ➤
|
αυξομειωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αυξομειώσει
|
αυξομειωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
- αυξάνω (afxáno, “to grow”)
- αύξηση f (áfxisi, “increase, growth”)
- αυξομειούμενος (afxomeioúmenos, “increasing and decreasing”, passive present participle)
- αυξομείωση f (afxomeíosi)
- μειώνω (meióno, “to reduce, to cut back”)