αυταπόδειχτος • (aftapódeichtos) m (feminine αυταπόδειχτη, neuter αυταπόδειχτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αυταπόδειχτος (aftapódeichtos) | αυταπόδειχτη (aftapódeichti) | αυταπόδειχτο (aftapódeichto) | αυταπόδειχτοι (aftapódeichtoi) | αυταπόδειχτες (aftapódeichtes) | αυταπόδειχτα (aftapódeichta) | |
genitive | αυταπόδειχτου (aftapódeichtou) | αυταπόδειχτης (aftapódeichtis) | αυταπόδειχτου (aftapódeichtou) | αυταπόδειχτων (aftapódeichton) | αυταπόδειχτων (aftapódeichton) | αυταπόδειχτων (aftapódeichton) | |
accusative | αυταπόδειχτο (aftapódeichto) | αυταπόδειχτη (aftapódeichti) | αυταπόδειχτο (aftapódeichto) | αυταπόδειχτους (aftapódeichtous) | αυταπόδειχτες (aftapódeichtes) | αυταπόδειχτα (aftapódeichta) | |
vocative | αυταπόδειχτε (aftapódeichte) | αυταπόδειχτη (aftapódeichti) | αυταπόδειχτο (aftapódeichto) | αυταπόδειχτοι (aftapódeichtoi) | αυταπόδειχτες (aftapódeichtes) | αυταπόδειχτα (aftapódeichta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυταπόδειχτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυταπόδειχτος, etc.)