αυτιστικός • (aftistikós) m (feminine αυτιστική, neuter αυτιστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυτιστικός • | αυτιστική • | αυτιστικό • | αυτιστικοί • | αυτιστικές • | αυτιστικά • |
genitive | αυτιστικού • | αυτιστικής • | αυτιστικού • | αυτιστικών • | αυτιστικών • | αυτιστικών • |
accusative | αυτιστικό • | αυτιστική • | αυτιστικό • | αυτιστικούς • | αυτιστικές • | αυτιστικά • |
vocative | αυτιστικέ • | αυτιστική • | αυτιστικό • | αυτιστικοί • | αυτιστικές • | αυτιστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυτιστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυτιστικός, etc.) |