αυτόματος • (aftómatos) m (feminine αυτόματη, neuter αυτόματο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αυτόματος (aftómatos) | αυτόματη (aftómati) | αυτόματο (aftómato) | αυτόματοι (aftómatoi) | αυτόματες (aftómates) | αυτόματα (aftómata) | |
genitive | αυτόματου (aftómatou) | αυτόματης (aftómatis) | αυτόματου (aftómatou) | αυτόματων (aftómaton) | αυτόματων (aftómaton) | αυτόματων (aftómaton) | |
accusative | αυτόματο (aftómato) | αυτόματη (aftómati) | αυτόματο (aftómato) | αυτόματους (aftómatous) | αυτόματες (aftómates) | αυτόματα (aftómata) | |
vocative | αυτόματε (aftómate) | αυτόματη (aftómati) | αυτόματο (aftómato) | αυτόματοι (aftómatoi) | αυτόματες (aftómates) | αυτόματα (aftómata) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυτόματος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυτόματος, etc.)