αχαμνός • (achamnós) m (feminine αχαμνή, neuter αχαμνό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αχαμνός (achamnós) | αχαμνή (achamní) | αχαμνό (achamnó) | αχαμνοί (achamnoí) | αχαμνές (achamnés) | αχαμνά (achamná) | |
genitive | αχαμνού (achamnoú) | αχαμνής (achamnís) | αχαμνού (achamnoú) | αχαμνών (achamnón) | αχαμνών (achamnón) | αχαμνών (achamnón) | |
accusative | αχαμνό (achamnó) | αχαμνή (achamní) | αχαμνό (achamnó) | αχαμνούς (achamnoús) | αχαμνές (achamnés) | αχαμνά (achamná) | |
vocative | αχαμνέ (achamné) | αχαμνή (achamní) | αχαμνό (achamnó) | αχαμνοί (achamnoí) | αχαμνές (achamnés) | αχαμνά (achamná) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αχαμνός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αχαμνός, etc.)