Inherited from Ancient Greek ἀκτένιστος (akténistos).
αχτένιστος • (achténistos) m (feminine αχτένιστη, neuter αχτένιστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αχτένιστος • | αχτένιστη • | αχτένιστο • | αχτένιστοι • | αχτένιστες • | αχτένιστα • |
genitive | αχτένιστου • | αχτένιστης • | αχτένιστου • | αχτένιστων • | αχτένιστων • | αχτένιστων • |
accusative | αχτένιστο • | αχτένιστη • | αχτένιστο • | αχτένιστους • | αχτένιστες • | αχτένιστα • |
vocative | αχτένιστε • | αχτένιστη • | αχτένιστο • | αχτένιστοι • | αχτένιστες • | αχτένιστα • |