βασανιστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word βασανιστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word βασανιστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say βασανιστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word βασανιστικός you have here. The definition of the word βασανιστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofβασανιστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

βασανιστικός (vasanistikósm (feminine βασανιστική, neuter βασανιστικό)

  1. brutal, agonising

Declension

Declension of βασανιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βασανιστικός (vasanistikós) βασανιστική (vasanistikí) βασανιστικό (vasanistikó) βασανιστικοί (vasanistikoí) βασανιστικές (vasanistikés) βασανιστικά (vasanistiká)
genitive βασανιστικού (vasanistikoú) βασανιστικής (vasanistikís) βασανιστικού (vasanistikoú) βασανιστικών (vasanistikón) βασανιστικών (vasanistikón) βασανιστικών (vasanistikón)
accusative βασανιστικό (vasanistikó) βασανιστική (vasanistikí) βασανιστικό (vasanistikó) βασανιστικούς (vasanistikoús) βασανιστικές (vasanistikés) βασανιστικά (vasanistiká)
vocative βασανιστικέ (vasanistiké) βασανιστική (vasanistikí) βασανιστικό (vasanistikó) βασανιστικοί (vasanistikoí) βασανιστικές (vasanistikés) βασανιστικά (vasanistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βασανιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βασανιστικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βασανιστικότερος (vasanistikóteros) βασανιστικότερη (vasanistikóteri) βασανιστικότερο (vasanistikótero) βασανιστικότεροι (vasanistikóteroi) βασανιστικότερες (vasanistikóteres) βασανιστικότερα (vasanistikótera)
genitive βασανιστικότερου (vasanistikóterou) βασανιστικότερης (vasanistikóteris) βασανιστικότερου (vasanistikóterou) βασανιστικότερων (vasanistikóteron) βασανιστικότερων (vasanistikóteron) βασανιστικότερων (vasanistikóteron)
accusative βασανιστικότερο (vasanistikótero) βασανιστικότερη (vasanistikóteri) βασανιστικότερο (vasanistikótero) βασανιστικότερους (vasanistikóterous) βασανιστικότερες (vasanistikóteres) βασανιστικότερα (vasanistikótera)
vocative βασανιστικότερε (vasanistikótere) βασανιστικότερη (vasanistikóteri) βασανιστικότερο (vasanistikótero) βασανιστικότεροι (vasanistikóteroi) βασανιστικότερες (vasanistikóteres) βασανιστικότερα (vasanistikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο βασανιστικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βασανιστικότατος (vasanistikótatos) βασανιστικότατη (vasanistikótati) βασανιστικότατο (vasanistikótato) βασανιστικότατοι (vasanistikótatoi) βασανιστικότατες (vasanistikótates) βασανιστικότατα (vasanistikótata)
genitive βασανιστικότατου (vasanistikótatou) βασανιστικότατης (vasanistikótatis) βασανιστικότατου (vasanistikótatou) βασανιστικότατων (vasanistikótaton) βασανιστικότατων (vasanistikótaton) βασανιστικότατων (vasanistikótaton)
accusative βασανιστικότατο (vasanistikótato) βασανιστικότατη (vasanistikótati) βασανιστικότατο (vasanistikótato) βασανιστικότατους (vasanistikótatous) βασανιστικότατες (vasanistikótates) βασανιστικότατα (vasanistikótata)
vocative βασανιστικότατε (vasanistikótate) βασανιστικότατη (vasanistikótati) βασανιστικότατο (vasanistikótato) βασανιστικότατοι (vasanistikótatoi) βασανιστικότατες (vasanistikótates) βασανιστικότατα (vasanistikótata)
see: βάσανο n (vásano, torture)