Related to or derived from βόδι (vódi, “ox”).
βοδινός • (vodinós) m (feminine βοδινή, neuter βοδινό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βοδινός (vodinós) | βοδινή (vodiní) | βοδινό (vodinó) | βοδινοί (vodinoí) | βοδινές (vodinés) | βοδινά (vodiná) | |
genitive | βοδινού (vodinoú) | βοδινής (vodinís) | βοδινού (vodinoú) | βοδινών (vodinón) | βοδινών (vodinón) | βοδινών (vodinón) | |
accusative | βοδινό (vodinó) | βοδινή (vodiní) | βοδινό (vodinó) | βοδινούς (vodinoús) | βοδινές (vodinés) | βοδινά (vodiná) | |
vocative | βοδινέ (vodiné) | βοδινή (vodiní) | βοδινό (vodinó) | βοδινοί (vodinoí) | βοδινές (vodinés) | βοδινά (vodiná) |