Hello, you have come here looking for the meaning of the word
βομβαρδίζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
βομβαρδίζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
βομβαρδίζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
βομβαρδίζω you have here. The definition of the word
βομβαρδίζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
βομβαρδίζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
Verb
βομβαρδίζω • (vomvardízo) (past βομβάρδισα, passive βομβαρδίζομαι)
- to bomb, bombard
Conjugation
βομβαρδίζω βομβαρδίζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
βομβαρδίζω
|
βομβαρδίσω
|
βομβαρδίζομαι
|
βομβαρδιστώ
|
2 sg
|
βομβαρδίζεις
|
βομβαρδίσεις
|
βομβαρδίζεσαι
|
βομβαρδιστείς
|
3 sg
|
βομβαρδίζει
|
βομβαρδίσει
|
βομβαρδίζεται
|
βομβαρδιστεί
|
|
1 pl
|
βομβαρδίζουμε, [‑ομε]
|
βομβαρδίσουμε, [‑ομε]
|
βομβαρδιζόμαστε
|
βομβαρδιστούμε
|
2 pl
|
βομβαρδίζετε
|
βομβαρδίσετε
|
βομβαρδίζεστε, βομβαρδιζόσαστε
|
βομβαρδιστείτε
|
3 pl
|
βομβαρδίζουν(ε)
|
βομβαρδίσουν(ε)
|
βομβαρδίζονται
|
βομβαρδιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
βομβάρδιζα
|
βομβάρδισα
|
βομβαρδιζόμουν(α)
|
βομβαρδίστηκα
|
2 sg
|
βομβάρδιζες
|
βομβάρδισες
|
βομβαρδιζόσουν(α)
|
βομβαρδίστηκες
|
3 sg
|
βομβάρδιζε
|
βομβάρδισε
|
βομβαρδιζόταν(ε)
|
βομβαρδίστηκε
|
|
1 pl
|
βομβαρδίζαμε
|
βομβαρδίσαμε
|
βομβαρδιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
βομβαρδιστήκαμε
|
2 pl
|
βομβαρδίζατε
|
βομβαρδίσατε
|
βομβαρδιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
βομβαρδιστήκατε
|
3 pl
|
βομβάρδιζαν, βομβαρδίζαν(ε)
|
βομβάρδισαν, βομβαρδίσαν(ε)
|
βομβαρδίζονταν, (βομβαρδιζόντουσαν)
|
βομβαρδίστηκαν, βομβαρδιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα βομβαρδίζω ➤
|
θα βομβαρδίσω ➤
|
θα βομβαρδίζομαι ➤
|
θα βομβαρδιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα βομβαρδίζεις, …
|
θα βομβαρδίσεις, …
|
θα βομβαρδίζεσαι, …
|
θα βομβαρδιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … βομβαρδίσει έχω, έχεις, … βομβαρδισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … βομβαρδιστεί είμαι, είσαι, … βομβαρδισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … βομβαρδίσει είχα, είχες, … βομβαρδισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … βομβαρδιστεί ήμουν, ήσουν, … βομβαρδισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … βομβαρδίσει θα έχω, θα έχεις, … βομβαρδισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … βομβαρδιστεί θα είμαι, θα είσαι, … βομβαρδισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
βομβάρδιζε
|
βομβάρδισε
|
—
|
βομβαρδίσου
|
2 pl
|
βομβαρδίζετε
|
βομβαρδίστε
|
βομβαρδίζεστε
|
βομβαρδιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
βομβαρδίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας βομβαρδίσει ➤
|
βομβαρδισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
βομβαρδίσει
|
βομβαρδιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
- and see: βόμβα f (vómva, “bomb”)