From the modern βοσκ(ώ) + -άω (-áo). A metaplasm of βόσκω (vósko) in the pattern of the 2nd Conjugation Class I verbs.[1]
βοσκάω • (voskáo) / βοσκώ (imperfect βοσκούσα/βόσκαγα, past βόσκησα, passive βοσκιέμαι, p‑past βοσκήθηκα, ppp βοσκημένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | βοσκάω, βοσκώ (βόσκω →) | βοσκήσω | βοσκιέμαι (βόσκομαι →) | βοσκηθώ |
2 sg | βοσκάς | βοσκήσεις | βοσκιέσαι | βοσκηθείς |
3 sg | βοσκάει, βοσκά | βοσκήσει | βοσκιέται | βοσκηθεί |
1 pl | βοσκάμε, βοσκούμε | βοσκήσουμε, [‑ομε] | βοσκιόμαστε | βοσκηθούμε |
2 pl | βοσκάτε | βοσκήσετε | βοσκιέστε, (‑ιόσαστε) | βοσκηθείτε |
3 pl | βοσκάνε, βοσκάν, βοσκούν(ε) | βοσκήσουν(ε) | βοσκιούνται, (‑ιόνται) | βοσκηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | βοσκούσα, βόσκαγα | βόσκησα | βοσκιόμουν(α) | βοσκήθηκα |
2 sg | βοσκούσες, βόσκαγες | βόσκησες | βοσκιόσουν(α) | βοσκήθηκες |
3 sg | βοσκούσε, βόσκαγε | βόσκησε | βοσκιόταν(ε) | βοσκήθηκε |
1 pl | βοσκούσαμε, βοσκάγαμε | βοσκήσαμε | βοσκιόμασταν, (‑ιόμαστε) | βοσκηθήκαμε |
2 pl | βοσκούσατε, βοσκάγατε | βοσκήσατε | βοσκιόσασταν, (‑ιόσαστε) | βοσκηθήκατε |
3 pl | βοσκούσαν(ε), βόσκαγαν, (βοσκάγανε) | βόσκησαν, βοσκήσαν(ε) | βοσκιόνταν(ε), βοσκιόντουσαν, βοσκιούνταν | βοσκήθηκαν, βοσκηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα βοσκάω, θα βοσκώ ➤ | θα βοσκήσω ➤ | θα βοσκιέμαι ➤ | θα βοσκηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα βοσκάς, … | θα βοσκήσεις, … | θα βοσκιέσαι, … | θα βοσκηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … βοσκήσει έχω, έχεις, … βοσκημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … βοσκηθεί είμαι, είσαι, … βοσκημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … βοσκήσει είχα, είχες, … βοσκημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … βοσκηθεί ήμουν, ήσουν, … βοσκημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … βοσκήσει θα έχω, θα έχεις, … βοσκημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … βοσκηθεί θα είμαι, θα είσαι, … βοσκημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | βόσκα, βόσκαγε | βόσκησε, βόσκα | — | βοσκήσου |
2 pl | βοσκάτε | βοσκήστε | βοσκιέστε | βοσκηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | βοσκώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας βοσκήσει ➤ | βοσκημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | βοσκήσει | βοσκηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• Past forms and participle, shared with verb βόσκω (vósko). • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||