Perfect participle of βραβεύομαι (vravévomai), passive voice of βραβεύω (vravévo, “I award, commend”)
βραβευμένος • (vravevménos) m (feminine βραβευμένη, neuter βραβευμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βραβευμένος • | βραβευμένη • | βραβευμένο • | βραβευμένοι • | βραβευμένες • | βραβευμένα • |
genitive | βραβευμένου • | βραβευμένης • | βραβευμένου • | βραβευμένων • | βραβευμένων • | βραβευμένων • |
accusative | βραβευμένο • | βραβευμένη • | βραβευμένο • | βραβευμένους • | βραβευμένες • | βραβευμένα • |
vocative | βραβευμένε • | βραβευμένη • | βραβευμένο • | βραβευμένοι • | βραβευμένες • | βραβευμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βραβευμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βραβευμένος, etc.) |