Learned borrowing from Ancient Greek βραχύβιος (brakhúbios).[1] By surface analysis, βραχύ- (vrachý-) + βίος (víos).
βραχύβιος • (vrachývios) m (feminine βραχύβια, neuter βραχύβιο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βραχύβιος (vrachývios) | βραχύβια (vrachývia) | βραχύβιο (vrachývio) | βραχύβιοι (vrachývioi) | βραχύβιες (vrachývies) | βραχύβια (vrachývia) | |
genitive | βραχύβιου (vrachýviou) | βραχύβιας (vrachývias) | βραχύβιου (vrachýviou) | βραχύβιων (vrachývion) | βραχύβιων (vrachývion) | βραχύβιων (vrachývion) | |
accusative | βραχύβιο (vrachývio) | βραχύβια (vrachývia) | βραχύβιο (vrachývio) | βραχύβιους (vrachývious) | βραχύβιες (vrachývies) | βραχύβια (vrachývia) | |
vocative | βραχύβιε (vrachývie) | βραχύβια (vrachývia) | βραχύβιο (vrachývio) | βραχύβιοι (vrachývioi) | βραχύβιες (vrachývies) | βραχύβια (vrachývia) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βραχύβιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βραχύβιος, etc.)