Learned borrowing from Koine Greek βρεφικός (brephikós).[1] By surface analysis, βρέφος (vréfos) + -ικός (-ikós).
βρεφικός • (vrefikós) m (feminine βρεφική, neuter βρεφικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βρεφικός • | βρεφική • | βρεφικό • | βρεφικοί • | βρεφικές • | βρεφικά • |
genitive | βρεφικού • | βρεφικής • | βρεφικού • | βρεφικών • | βρεφικών • | βρεφικών • |
accusative | βρεφικό • | βρεφική • | βρεφικό • | βρεφικούς • | βρεφικές • | βρεφικά • |
vocative | βρεφικέ • | βρεφική • | βρεφικό • | βρεφικοί • | βρεφικές • | βρεφικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βρεφικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βρεφικός, etc.) |