βροντάω • (vrontáo) (past βρόντηξα/βρόντησα, passive —, ppp βροντηγμένος)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | βροντάω, βροντώ | βροντήξω, βροντήσω | ||
2 sg | βροντάς | βροντήξεις, βροντήσεις | ||
3 sg | βροντάει, βροντά | βροντήξει, βροντήσει | ||
1 pl | βροντάμε, βροντούμε | βροντήξουμε, [‑ομε] , βροντήσουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | βροντάτε | βροντήξετε, βροντήσετε | ||
3 pl | βροντάνε, βροντάν, βροντούν(ε) | βροντήξουν(ε), βροντήσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | βροντούσα, βρόνταγα | βρόντηξα, βρόντησα | ||
2 sg | βροντούσες, βρόνταγες | βρόντηξες, βρόντησες | ||
3 sg | βροντούσε, βρόνταγε | βρόντηξε, βρόντησε | ||
1 pl | βροντούσαμε, βροντάγαμε | βροντήξαμε, βροντήσαμε | ||
2 pl | βροντούσατε, βροντάγατε | βροντήξατε, βροντήσατε | ||
3 pl | βροντούσαν(ε), βρόνταγαν, (βροντάγανε) | βρόντηξαν, βροντήξαν(ε), βρόντησαν, βροντήσαν(ε) | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα βροντάω, θα βροντώ ➤ | θα βροντήξω/βροντήσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα βροντάς, … | θα βροντήξεις/βροντήσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … βροντήξει/βροντήσει έχω, έχεις, … βροντηγμένο, -η, -ο ➤ |
είμαι, είσαι, … βροντηγμένος, -η, -ο ➤ (also passive voice) | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … βροντήξει/βροντήσει είχα, είχες, … βροντηγμένο, -η, -ο |
ήμουν, ήσουν, … βροντηγμένος, -η, -ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … βροντήξει/βροντήσει θα έχω, θα έχεις, … βροντηγμένο, -η, -ο |
θα είμαι, θα είσαι, … βροντηγμένος, -η, -ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | βρόντα, βρόνταγε | βρόντηξε, βρόντησε, βρόντα | ||
2 pl | βροντάτε | βροντήξτε, βροντήστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | βροντώντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας βροντήξει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | βροντηγμένος, -η, -ο ➤ | |||
Nonfinite form ➤ | βροντήξει, βροντήσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||