Perfect participle of βυθίζομαι (vythízomai), passive voice of βυθίζω (“I sink -something-”).
βυθισμένος • (vythisménos) m (feminine βυθισμένη, neuter βυθισμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βυθισμένος • | βυθισμένη • | βυθισμένο • | βυθισμένοι • | βυθισμένες • | βυθισμένα • |
genitive | βυθισμένου • | βυθισμένης • | βυθισμένου • | βυθισμένων • | βυθισμένων • | βυθισμένων • |
accusative | βυθισμένο • | βυθισμένη • | βυθισμένο • | βυθισμένους • | βυθισμένες • | βυθισμένα • |
vocative | βυθισμένε • | βυθισμένη • | βυθισμένο • | βυθισμένοι • | βυθισμένες • | βυθισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βυθισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βυθισμένος, etc.) |