See γεμίζω (gemízo, “fill”)
γεμάτος • (gemátos) m (feminine γεμάτη, neuter γεμάτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γεμάτος • | γεμάτη • | γεμάτο • | γεμάτοι • | γεμάτες • | γεμάτα • |
genitive | γεμάτου • | γεμάτης • | γεμάτου • | γεμάτων • | γεμάτων • | γεμάτων • |
accusative | γεμάτο • | γεμάτη • | γεμάτο • | γεμάτους • | γεμάτες • | γεμάτα • |
vocative | γεμάτε • | γεμάτη • | γεμάτο • | γεμάτοι • | γεμάτες • | γεμάτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γεμάτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γεμάτος, etc.) |