Learned borrowing from Ancient Greek γευστικός (geustikós), from γεῦσις (geûsis) + -τῐκός (-tikós), from γεύομαι (geúomai) + -σις (-sis).[1]
γευστικός • (gefstikós) m (feminine γευστική, neuter γευστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | γευστικός (gefstikós) | γευστική (gefstikí) | γευστικό (gefstikó) | γευστικοί (gefstikoí) | γευστικές (gefstikés) | γευστικά (gefstiká) | |
genitive | γευστικού (gefstikoú) | γευστικής (gefstikís) | γευστικού (gefstikoú) | γευστικών (gefstikón) | γευστικών (gefstikón) | γευστικών (gefstikón) | |
accusative | γευστικό (gefstikó) | γευστική (gefstikí) | γευστικό (gefstikó) | γευστικούς (gefstikoús) | γευστικές (gefstikés) | γευστικά (gefstiká) | |
vocative | γευστικέ (gefstiké) | γευστική (gefstikí) | γευστικό (gefstikó) | γευστικοί (gefstikoí) | γευστικές (gefstikés) | γευστικά (gefstiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γευστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γευστικός, etc.)