From γλώσσα (glóssa, “tongue”) + -ικός (-ikós).
γλωσσικός • (glossikós) m (feminine γλωσσική, neuter γλωσσικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γλωσσικός • | γλωσσική • | γλωσσικό • | γλωσσικοί • | γλωσσικές • | γλωσσικά • |
genitive | γλωσσικού • | γλωσσικής • | γλωσσικού • | γλωσσικών • | γλωσσικών • | γλωσσικών • |
accusative | γλωσσικό • | γλωσσική • | γλωσσικό • | γλωσσικούς • | γλωσσικές • | γλωσσικά • |
vocative | γλωσσικέ • | γλωσσική • | γλωσσικό • | γλωσσικοί • | γλωσσικές • | γλωσσικά • |