Learned borrowing from Koine Greek γοητευτικός (goēteutikós, “proficient in magic”) with semantic loan from French charmant and fascinant.[1]
γοητευτικός • (goïteftikós) m (feminine γοητευτική, neuter γοητευτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | γοητευτικός (goïteftikós) | γοητευτική (goïteftikí) | γοητευτικό (goïteftikó) | γοητευτικοί (goïteftikoí) | γοητευτικές (goïteftikés) | γοητευτικά (goïteftiká) | |
genitive | γοητευτικού (goïteftikoú) | γοητευτικής (goïteftikís) | γοητευτικού (goïteftikoú) | γοητευτικών (goïteftikón) | γοητευτικών (goïteftikón) | γοητευτικών (goïteftikón) | |
accusative | γοητευτικό (goïteftikó) | γοητευτική (goïteftikí) | γοητευτικό (goïteftikó) | γοητευτικούς (goïteftikoús) | γοητευτικές (goïteftikés) | γοητευτικά (goïteftiká) | |
vocative | γοητευτικέ (goïteftiké) | γοητευτική (goïteftikí) | γοητευτικό (goïteftikó) | γοητευτικοί (goïteftikoí) | γοητευτικές (goïteftikés) | γοητευτικά (goïteftiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γοητευτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γοητευτικός, etc.)