γυναικείος • (gynaikeíos) m (feminine γυναικεία, neuter γυναικείο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | γυναικείος (gynaikeíos) | γυναικεία (gynaikeía) | γυναικείο (gynaikeío) | γυναικείοι (gynaikeíoi) | γυναικείες (gynaikeíes) | γυναικεία (gynaikeía) | |
genitive | γυναικείου (gynaikeíou) | γυναικείας (gynaikeías) | γυναικείου (gynaikeíou) | γυναικείων (gynaikeíon) | γυναικείων (gynaikeíon) | γυναικείων (gynaikeíon) | |
accusative | γυναικείο (gynaikeío) | γυναικεία (gynaikeía) | γυναικείο (gynaikeío) | γυναικείους (gynaikeíous) | γυναικείες (gynaikeíes) | γυναικεία (gynaikeía) | |
vocative | γυναικείε (gynaikeíe) | γυναικεία (gynaikeía) | γυναικείο (gynaikeío) | γυναικείοι (gynaikeíoi) | γυναικείες (gynaikeíes) | γυναικεία (gynaikeía) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γυναικείος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γυναικείος, etc.)