Hello, you have come here looking for the meaning of the word
δαιμονοποιώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
δαιμονοποιώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
δαιμονοποιώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
δαιμονοποιώ you have here. The definition of the word
δαιμονοποιώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
δαιμονοποιώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
From δαίμον(ας) (daímon(as)) + -ο- (-o-) + -ποιώ (-poió).
Pronunciation
- IPA(key): /ðe.mo.no.piˈo/
- Hyphenation: δαι‧μο‧νο‧ποι‧ώ
Verb
δαιμονοποιώ • (daimonopoió) (past δαιμονοποίησα, passive δαιμονοποιούμαι, ppp δαιμονοποιημένος)
- (transitive) to demonize
Conjugation
δαιμονοποιώ, δαιμονοποιούμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
δαιμονοποιώ
|
δαιμονοποιήσω
|
δαιμονοποιούμαι
|
δαιμονοποιηθώ
|
2 sg
|
δαιμονοποιείς
|
δαιμονοποιήσεις
|
δαιμονοποιείσαι
|
δαιμονοποιηθείς
|
3 sg
|
δαιμονοποιεί
|
δαιμονοποιήσει
|
δαιμονοποιείται
|
δαιμονοποιηθεί
|
|
1 pl
|
δαιμονοποιούμε
|
δαιμονοποιήσουμε, [-ομε]
|
δαιμονοποιούμαστε, δαιμονοποιόμαστε
|
δαιμονοποιηθούμε
|
2 pl
|
δαιμονοποιείτε
|
δαιμονοποιήσετε
|
δαιμονοποιείστε, (δαιμονοποιόσαστε)
|
δαιμονοποιηθείτε
|
3 pl
|
δαιμονοποιούν(ε)
|
δαιμονοποιήσουν(ε)
|
δαιμονοποιούνται
|
δαιμονοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
δαιμονοποιούσα
|
δαιμονοποίησα
|
δαιμονοποιούμουν(α), δαιμονοποιόμουν(α)
|
δαιμονοποιήθηκα
|
2 sg
|
δαιμονοποιούσες
|
δαιμονοποίησες
|
[δαιμονοποιούσουν(α)], δαιμονοποιόσουν(α)
|
δαιμονοποιήθηκες
|
3 sg
|
δαιμονοποιούσε
|
δαιμονοποίησε
|
δαιμονοποιούνταν, δαιμονοποιόταν(ε), {δαιμονοποιείτο}
|
δαιμονοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
δαιμονοποιούσαμε
|
δαιμονοποιήσαμε
|
δαιμονοποιούμασταν, (‑ούμαστε), δαιμονοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
δαιμονοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
δαιμονοποιούσατε
|
δαιμονοποιήσατε
|
[δαιμονοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], δαιμονοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
δαιμονοποιηθήκατε
|
3 pl
|
δαιμονοποιούσαν(ε)
|
δαιμονοποίησαν, δαιμονοποιήσαν(ε)
|
δαιμονοποιούνταν, δαιμονοποιόνταν(ε), (δαιμονοποιόντουσαν), {δαιμονοποιούντο}
|
δαιμονοποιήθηκαν, δαιμονοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα δαιμονοποιώ ➤
|
θα δαιμονοποιήσω ➤
|
θα δαιμονοποιούμαι ➤
|
θα δαιμονοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα δαιμονοποιείς, …
|
θα δαιμονοποιήσεις, …
|
θα δαιμονοποιείσαι, …
|
θα δαιμονοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … δαιμονοποιήσει έχω, έχεις, … δαιμονοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … δαιμονοποιηθεί είμαι, είσαι, … δαιμονοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … δαιμονοποιήσει είχα, είχες, … δαιμονοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … δαιμονοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … δαιμονοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … δαιμονοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … δαιμονοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … δαιμονοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … δαιμονοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
δαιμονοποίησε
|
—
|
δαιμονοποιήσου
|
2 pl
|
δαιμονοποιείτε
|
δαιμονοποιήστε
|
δαιμονοποιείστε
|
δαιμονοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
δαιμονοποιώντας ➤
|
δαιμονοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας δαιμονοποιήσει ➤
|
δαιμονοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
δαιμονοποιήσει
|
δαιμονοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|