Hello, you have come here looking for the meaning of the word
δακτυλογραφώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
δακτυλογραφώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
δακτυλογραφώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
δακτυλογραφώ you have here. The definition of the word
δακτυλογραφώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
δακτυλογραφώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ða.kti.lo.ɣɾaˈfo/
- Hyphenation: δα‧κτυ‧λο‧γρα‧φώ
Verb
δακτυλογραφώ • (daktylografó) (past δακτυλογράφησα, passive δακτυλογραφούμαι, p‑past δακτυλογραφήθηκα, ppp δακτυλογραφημένος)
- to type, use a typewriter
Conjugation
δακτυλογραφώ, δακτυλογραφούμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
δακτυλογραφώ
|
δακτυλογραφήσω
|
δακτυλογραφούμαι
|
δακτυλογραφηθώ
|
2 sg
|
δακτυλογραφείς
|
δακτυλογραφήσεις
|
δακτυλογραφείσαι
|
δακτυλογραφηθείς
|
3 sg
|
δακτυλογραφεί
|
δακτυλογραφήσει
|
δακτυλογραφείται
|
δακτυλογραφηθεί
|
|
1 pl
|
δακτυλογραφούμε
|
δακτυλογραφήσουμε, [-ομε]
|
δακτυλογραφούμαστε
|
δακτυλογραφηθούμε
|
2 pl
|
δακτυλογραφείτε
|
δακτυλογραφήσετε
|
δακτυλογραφείστε
|
δακτυλογραφηθείτε
|
3 pl
|
δακτυλογραφούν(ε)
|
δακτυλογραφήσουν(ε)
|
δακτυλογραφούνται
|
δακτυλογραφηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
δακτυλογραφούσα
|
δακτυλογράφησα
|
[δακτυλογραφούμουν(α)]
|
δακτυλογραφήθηκα
|
2 sg
|
δακτυλογραφούσες
|
δακτυλογράφησες
|
[δακτυλογραφούσουν(α)]
|
δακτυλογραφήθηκες
|
3 sg
|
δακτυλογραφούσε
|
δακτυλογράφησε
|
δακτυλογραφούνταν, {δακτυλογραφείτο}
|
δακτυλογραφήθηκε
|
|
1 pl
|
δακτυλογραφούσαμε
|
δακτυλογραφήσαμε
|
δακτυλογραφούμασταν, (‑ούμαστε)
|
δακτυλογραφηθήκαμε
|
2 pl
|
δακτυλογραφούσατε
|
δακτυλογραφήσατε
|
[δακτυλογραφούσασταν, (‑ούσαστε)]
|
δακτυλογραφηθήκατε
|
3 pl
|
δακτυλογραφούσαν(ε)
|
δακτυλογράφησαν, δακτυλογραφήσαν(ε)
|
δακτυλογραφούνταν, {δακτυλογραφούντο}
|
δακτυλογραφήθηκαν, δακτυλογραφηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα δακτυλογραφώ ➤
|
θα δακτυλογραφήσω ➤
|
θα δακτυλογραφούμαι ➤
|
θα δακτυλογραφηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα δακτυλογραφείς, …
|
θα δακτυλογραφήσεις, …
|
θα δακτυλογραφείσαι, …
|
θα δακτυλογραφηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … δακτυλογραφήσει έχω, έχεις, … δακτυλογραφημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … δακτυλογραφηθεί είμαι, είσαι, … δακτυλογραφημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … δακτυλογραφήσει είχα, είχες, … δακτυλογραφημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … δακτυλογραφηθεί ήμουν, ήσουν, … δακτυλογραφημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … δακτυλογραφήσει θα έχω, θα έχεις, … δακτυλογραφημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … δακτυλογραφηθεί θα είμαι, θα είσαι, … δακτυλογραφημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
δακτυλογράφησε
|
—
|
δακτυλογραφήσου
|
2 pl
|
δακτυλογραφείτε
|
δακτυλογραφήστε
|
δακτυλογραφείστε
|
δακτυλογραφηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
δακτυλογραφώντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας δακτυλογραφήσει ➤
|
δακτυλογραφημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
δακτυλογραφήσει
|
δακτυλογραφηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Coordinate terms