διαβρωτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word διαβρωτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word διαβρωτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say διαβρωτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word διαβρωτικός you have here. The definition of the word διαβρωτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofδιαβρωτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

διαβρωτικός (diavrotikósm (feminine διαβρωτική, neuter διαβρωτικό)

  1. (chemistry) corrosive
  2. (figuratively) insidious

Declension

Declension of διαβρωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαβρωτικός (diavrotikós) διαβρωτική (diavrotikí) διαβρωτικό (diavrotikó) διαβρωτικοί (diavrotikoí) διαβρωτικές (diavrotikés) διαβρωτικά (diavrotiká)
genitive διαβρωτικού (diavrotikoú) διαβρωτικής (diavrotikís) διαβρωτικού (diavrotikoú) διαβρωτικών (diavrotikón) διαβρωτικών (diavrotikón) διαβρωτικών (diavrotikón)
accusative διαβρωτικό (diavrotikó) διαβρωτική (diavrotikí) διαβρωτικό (diavrotikó) διαβρωτικούς (diavrotikoús) διαβρωτικές (diavrotikés) διαβρωτικά (diavrotiká)
vocative διαβρωτικέ (diavrotiké) διαβρωτική (diavrotikí) διαβρωτικό (diavrotikó) διαβρωτικοί (diavrotikoí) διαβρωτικές (diavrotikés) διαβρωτικά (diavrotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαβρωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαβρωτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαβρωτικότερος (diavrotikóteros) διαβρωτικότερη (diavrotikóteri) διαβρωτικότερο (diavrotikótero) διαβρωτικότεροι (diavrotikóteroi) διαβρωτικότερες (diavrotikóteres) διαβρωτικότερα (diavrotikótera)
genitive διαβρωτικότερου (diavrotikóterou) διαβρωτικότερης (diavrotikóteris) διαβρωτικότερου (diavrotikóterou) διαβρωτικότερων (diavrotikóteron) διαβρωτικότερων (diavrotikóteron) διαβρωτικότερων (diavrotikóteron)
accusative διαβρωτικότερο (diavrotikótero) διαβρωτικότερη (diavrotikóteri) διαβρωτικότερο (diavrotikótero) διαβρωτικότερους (diavrotikóterous) διαβρωτικότερες (diavrotikóteres) διαβρωτικότερα (diavrotikótera)
vocative διαβρωτικότερε (diavrotikótere) διαβρωτικότερη (diavrotikóteri) διαβρωτικότερο (diavrotikótero) διαβρωτικότεροι (diavrotikóteroi) διαβρωτικότερες (diavrotikóteres) διαβρωτικότερα (diavrotikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διαβρωτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαβρωτικότατος (diavrotikótatos) διαβρωτικότατη (diavrotikótati) διαβρωτικότατο (diavrotikótato) διαβρωτικότατοι (diavrotikótatoi) διαβρωτικότατες (diavrotikótates) διαβρωτικότατα (diavrotikótata)
genitive διαβρωτικότατου (diavrotikótatou) διαβρωτικότατης (diavrotikótatis) διαβρωτικότατου (diavrotikótatou) διαβρωτικότατων (diavrotikótaton) διαβρωτικότατων (diavrotikótaton) διαβρωτικότατων (diavrotikótaton)
accusative διαβρωτικότατο (diavrotikótato) διαβρωτικότατη (diavrotikótati) διαβρωτικότατο (diavrotikótato) διαβρωτικότατους (diavrotikótatous) διαβρωτικότατες (diavrotikótates) διαβρωτικότατα (diavrotikótata)
vocative διαβρωτικότατε (diavrotikótate) διαβρωτικότατη (diavrotikótati) διαβρωτικότατο (diavrotikótato) διαβρωτικότατοι (diavrotikótatoi) διαβρωτικότατες (diavrotikótates) διαβρωτικότατα (diavrotikótata)