διαβόητος • (diavóitos) m (feminine διαβόητη, neuter διαβόητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διαβόητος • | διαβόητη • | διαβόητο • | διαβόητοι • | διαβόητες • | διαβόητα • | |
genitive | διαβόητου • | διαβόητης • | διαβόητου • | διαβόητων • | διαβόητων • | διαβόητων • | |
accusative | διαβόητο • | διαβόητη • | διαβόητο • | διαβόητους • | διαβόητες • | διαβόητα • | |
vocative | διαβόητε • | διαβόητη • | διαβόητο • | διαβόητοι • | διαβόητες • | διαβόητα • |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαβόητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαβόητος, etc.)