Ancient Greek διαθλάω (diathláō), from θλάω (thláō, “bruise”), of uncertain ultimate origin, but possibly related to Scottish Gaelic dlùth (“close, near, adjacent”).[1]
διαθλώ • (diathló) (past διέθλασα, passive διαθλώμαι, p‑past διαθλάστηκα, ppp διαθλασμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διαθλώ | διαθλάσω | διαθλώμαι | διαθλαστώ |
2 sg | διαθλάς | διαθλάσεις | διαθλάσαι | διαθλαστείς |
3 sg | διαθλά | διαθλάσει | διαθλάται | διαθλαστεί |
1 pl | διαθλούμε | διαθλάσουμε, [-ομε] | διαθλόμαστε, {‑ώμεθα} | διαθλαστούμε |
2 pl | διαθλάτε | διαθλάσετε | διαθλάστε, {‑άσθε} | διαθλαστείτε |
3 pl | διαθλούν(ε) | διαθλάσουν(ε) | διαθλώνται | διαθλαστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διαθλούσα | διέθλασα | — | διαθλάστηκα |
2 sg | διαθλούσες | διέθλασες | — | διαθλάστηκες |
3 sg | διαθλούσε | διέθλασε | {διαθλάτο}, {διεθλάτο} | διαθλάστηκε |
1 pl | διαθλούσαμε | διαθλάσαμε | — | διαθλαστήκαμε |
2 pl | διαθλούσατε | διαθλάσατε | — | διαθλαστήκατε |
3 pl | διαθλούσαν(ε) | διέθλασαν, διαθλάσαν(ε) | {διαθλώντο}, {διεθλώντο} | διαθλάστηκαν, διαθλαστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διαθλώ ➤ | θα διαθλάσω ➤ | θα διαθλώμαι ➤ | θα διαθλαστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαθλάς, … | θα διαθλάσεις, … | θα διαθλάσαι, … | θα διαθλαστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαθλάσει έχω, έχεις, … διαθλασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διαθλαστεί είμαι, είσαι, … διαθλασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαθλάσει είχα, είχες, … διαθλασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διαθλαστεί ήμουν, ήσουν, … διαθλασμένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαθλάσει θα έχω, θα έχεις, … διαθλασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διαθλαστεί θα είμαι, θα είσαι, … διαθλασμένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | διάθλασε | — | διαθλάσου |
2 pl | διαθλάτε | διαθλάστε | (διαθλάστε), {διαθλάσθε} | διαθλαστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διαθλώντας ➤ | διαθλώμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διαθλάσει ➤ | διαθλασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διαθλάσει | διαθλαστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||