Learnedly from διαιτητ(ής) (diaitit(ís)) + -εύω (-évo).[1]
διαιτητεύω • (diaititévo) (past διαιτήτευσα, passive —)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | διαιτητεύω | διαιτητεύσω | ||
2 sg | διαιτητεύεις | διαιτητεύσεις | ||
3 sg | διαιτητεύει | διαιτητεύσει | ||
1 pl | διαιτητεύουμε, [‑ομε] | διαιτητεύσουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | διαιτητεύετε | διαιτητεύσετε | ||
3 pl | διαιτητεύουν(ε) | διαιτητεύσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | διαιτήτευα | διαιτήτευσα | ||
2 sg | διαιτήτευες | διαιτήτευσες | ||
3 sg | διαιτήτευε | διαιτήτευσε | ||
1 pl | διαιτητεύαμε | διαιτητεύσαμε | ||
2 pl | διαιτητεύατε | διαιτητεύσατε | ||
3 pl | διαιτήτευαν, διαιτητεύαν(ε) | διαιτήτευσαν, διαιτητεύσαν(ε) | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα διαιτητεύω ➤ | θα διαιτητεύσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαιτητεύεις, … | θα διαιτητεύσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαιτητεύσει | |||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαιτητεύσει | |||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαιτητεύσει | |||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | διαιτήτευε | διαιτήτευσε | ||
2 pl | διαιτητεύετε | διαιτητεύστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | διαιτητεύοντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας διαιτητεύσει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | — | |||
Nonfinite form ➤ | διαιτητεύσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||