Learned borrowing from Koine Greek διακοσμητικός (diakosmētikós, “regulative”) with semantic loan from French ornamental and décoratif.[1] By surface analysis, διακοσμώ (diakosmó) + -τικός (-tikós).
διακοσμητικός • (diakosmitikós) m (feminine διακοσμητική, neuter διακοσμητικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διακοσμητικός • | διακοσμητική • | διακοσμητικό • | διακοσμητικοί • | διακοσμητικές • | διακοσμητικά • |
genitive | διακοσμητικού • | διακοσμητικής • | διακοσμητικού • | διακοσμητικών • | διακοσμητικών • | διακοσμητικών • |
accusative | διακοσμητικό • | διακοσμητική • | διακοσμητικό • | διακοσμητικούς • | διακοσμητικές • | διακοσμητικά • |
vocative | διακοσμητικέ • | διακοσμητική • | διακοσμητικό • | διακοσμητικοί • | διακοσμητικές • | διακοσμητικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διακοσμητικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διακοσμητικός, etc.) |