διανυκτέρευση • (dianyktérefsi) f (plural διανυκτερεύσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διανυκτέρευση (dianyktérefsi) | διανυκτερεύσεις (dianykteréfseis) |
genitive | διανυκτέρευσης (dianyktérefsis) | διανυκτερεύσεων (dianykteréfseon) |
accusative | διανυκτέρευση (dianyktérefsi) | διανυκτερεύσεις (dianykteréfseis) |
vocative | διανυκτέρευση (dianyktérefsi) | διανυκτερεύσεις (dianykteréfseis) |
Older or formal genitive singular: διανυκτερεύσεως (dianykteréfseos)