διατυπώνω • (diatypóno) (past διατύπωσα, passive διατυπώνομαι, p‑past διατυπώθηκα, ppp διατυπωμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διατυπώνω | διατυπώσω | διατυπώνομαι | διατυπωθώ |
2 sg | διατυπώνεις | διατυπώσεις | διατυπώνεσαι | διατυπωθείς |
3 sg | διατυπώνει | διατυπώσει | διατυπώνεται | διατυπωθεί |
1 pl | διατυπώνουμε, [‑ομε] | διατυπώσουμε, [‑ομε] | διατυπωνόμαστε | διατυπωθούμε |
2 pl | διατυπώνετε | διατυπώσετε | διατυπώνεστε, διατυπωνόσαστε | διατυπωθείτε |
3 pl | διατυπώνουν(ε) | διατυπώσουν(ε) | διατυπώνονται | διατυπωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διατύπωνα | διατύπωσα | διατυπωνόμουν(α) | διατυπώθηκα |
2 sg | διατύπωνες | διατύπωσες | διατυπωνόσουν(α) | διατυπώθηκες |
3 sg | διατύπωνε | διατύπωσε | διατυπωνόταν(ε) | διατυπώθηκε |
1 pl | διατυπώναμε | διατυπώσαμε | διατυπωνόμασταν, (‑όμαστε) | διατυπωθήκαμε |
2 pl | διατυπώνατε | διατυπώσατε | διατυπωνόσασταν, (‑όσαστε) | διατυπωθήκατε |
3 pl | διατύπωναν, διατυπώναν(ε) | διατύπωσαν, διατυπώσαν(ε) | διατυπώνονταν, (διατυπωνόντουσαν) | διατυπώθηκαν, διατυπωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διατυπώνω ➤ | θα διατυπώσω ➤ | θα διατυπώνομαι ➤ | θα διατυπωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διατυπώνεις, … | θα διατυπώσεις, … | θα διατυπώνεσαι, … | θα διατυπωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διατυπώσει έχω, έχεις, … διατυπωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διατυπωθεί είμαι, είσαι, … διατυπωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διατυπώσει είχα, είχες, … διατυπωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διατυπωθεί ήμουν, ήσουν, … διατυπωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διατυπώσει θα έχω, θα έχεις, … διατυπωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διατυπωθεί θα είμαι, θα είσαι, … διατυπωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | διατύπωνε | διατύπωσε | — | διατυπώσου |
2 pl | διατυπώνετε | διατυπώστε, διατυπώσετε | διατυπώνεστε | διατυπωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διατυπώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διατυπώσει ➤ | διατυπωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διατυπώσει | διατυπωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||