Learnedly from διαφημιστ(ής) (diafimist(ís)) + -ικός (-ikós).[1]
διαφημιστικός • (diafimistikós) m (feminine διαφημιστική, neuter διαφημιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διαφημιστικός (diafimistikós) | διαφημιστική (diafimistikí) | διαφημιστικό (diafimistikó) | διαφημιστικοί (diafimistikoí) | διαφημιστικές (diafimistikés) | διαφημιστικά (diafimistiká) | |
genitive | διαφημιστικού (diafimistikoú) | διαφημιστικής (diafimistikís) | διαφημιστικού (diafimistikoú) | διαφημιστικών (diafimistikón) | διαφημιστικών (diafimistikón) | διαφημιστικών (diafimistikón) | |
accusative | διαφημιστικό (diafimistikó) | διαφημιστική (diafimistikí) | διαφημιστικό (diafimistikó) | διαφημιστικούς (diafimistikoús) | διαφημιστικές (diafimistikés) | διαφημιστικά (diafimistiká) | |
vocative | διαφημιστικέ (diafimistiké) | διαφημιστική (diafimistikí) | διαφημιστικό (diafimistikó) | διαφημιστικοί (diafimistikoí) | διαφημιστικές (diafimistikés) | διαφημιστικά (diafimistiká) |