Perfect participle of διεγείρομαι (diegeíromai), passive voice of διεγείρω (“stimulate”).
διεγερμένος • (diegerménos) m (feminine διεγερμένη, neuter διεγερμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διεγερμένος • | διεγερμένη • | διεγερμένο • | διεγερμένοι • | διεγερμένες • | διεγερμένα • |
genitive | διεγερμένου • | διεγερμένης • | διεγερμένου • | διεγερμένων • | διεγερμένων • | διεγερμένων • |
accusative | διεγερμένο • | διεγερμένη • | διεγερμένο • | διεγερμένους • | διεγερμένες • | διεγερμένα • |
vocative | διεγερμένε • | διεγερμένη • | διεγερμένο • | διεγερμένοι • | διεγερμένες • | διεγερμένα • |