Learned borrowing from Ancient Greek διεγείρω (diegeírō, “wake up; raise”) from δια- (dia-) and ἐγείρω (egeírō, “raise”). By surface analysis, δι- (δια-) + εγείρω (egeíro, “raise”).
For psychological and sexual senses, semantic loan from French exciter.[1]
διεγείρω • (diegeíro) (past διήγειρα/διέγειρα, passive διεγείρομαι, p‑past διεγέρθηκα, ppp διεγερμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διεγείρω | διεγείρω | διεγείρομαι | διεγερθώ |
2 sg | διεγείρεις | διεγείρεις | διεγείρεσαι | διεγερθείς |
3 sg | διεγείρει | διεγείρει | διεγείρεται | διεγερθεί |
1 pl | διεγείρουμε, [‑ομε] | διεγείρουμε, [‑ομε] | διεγειρόμαστε | διεγερθούμε |
2 pl | διεγείρετε | διεγείρετε | διεγείρεστε, διεγειρόσαστε | διεγερθείτε |
3 pl | διεγείρουν(ε) | διεγείρουν(ε) | διεγείρονται | διεγερθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διήγειρα, διέγειρα | διήγειρα | διεγειρόμουν(α) | διεγέρθηκα |
2 sg | διήγειρες, διέγειρες | διήγειρες | διεγειρόσουν(α) | διεγέρθηκες |
3 sg | διήγειρε, διέγειρε | διήγειρε | διεγειρόταν(ε) | διεγέρθηκε |
1 pl | διεγείραμε | διεγείραμε | διεγειρόμασταν, (‑όμαστε) | διεγερθήκαμε |
2 pl | διεγείρατε | διεγείρατε | διεγειρόσασταν, (‑όσαστε) | διεγερθήκατε |
3 pl | διήγειραν, διεγείραν(ε), διέγειραν | διήγειραν, διεγείραν(ε) | διεγείρονταν, (διεγειρόντουσαν) | διεγέρθηκαν, διεγερθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διεγείρω ➤ | θα διεγείρω ➤ | θα διεγείρομαι ➤ | θα διεγερθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διεγείρεις, … | θα διεγείρεις, … | θα διεγείρεσαι, … | θα διεγερθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διεγείρει έχω, έχεις, … διεγερμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διεγερθεί είμαι, είσαι, … διεγερμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διεγείρει είχα, είχες, … διεγερμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διεγερθεί ήμουν, ήσουν, … διεγερμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διεγείρει θα έχω, θα έχεις, … διεγερμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διεγερθεί θα είμαι, θα είσαι, … διεγερμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | διέγειρε | διέγειρε | — | διεγέρσου |
2 pl | διεγείρετε | διεγείρετε | διεγείρεστε | διεγερθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διεγείροντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διεγείρει ➤ | διεγερμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διεγείρει | διεγερθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||