δικαιολογημένος • (dikaiologiménos) m (feminine δικαιολογημένη, neuter δικαιολογημένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δικαιολογημένος • | δικαιολογημένη • | δικαιολογημένο • | δικαιολογημένοι • | δικαιολογημένες • | δικαιολογημένα • |
genitive | δικαιολογημένου • | δικαιολογημένης • | δικαιολογημένου • | δικαιολογημένων • | δικαιολογημένων • | δικαιολογημένων • |
accusative | δικαιολογημένο • | δικαιολογημένη • | δικαιολογημένο • | δικαιολογημένους • | δικαιολογημένες • | δικαιολογημένα • |
vocative | δικαιολογημένε • | δικαιολογημένη • | δικαιολογημένο • | δικαιολογημένοι • | δικαιολογημένες • | δικαιολογημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δικαιολογημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δικαιολογημένος, etc.) |