δικομανής • (dikomanís) m (feminine δικομανής, neuter δικομανές)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δικομανής • | δικομανής • | δικομανές • | δικομανείς • | δικομανείς • | δικομανή • |
genitive | δικομανούς • / δικομανή • | δικομανούς • | δικομανούς • | δικομανών • | δικομανών • | δικομανών • |
accusative | δικομανή • | δικομανή • | δικομανές • | δικομανείς • | δικομανείς • | δικομανή • |
vocative | δικομανή • / δικομανής • | δικομανής • | δικομανές • | δικομανείς • | δικομανείς • | δικομανή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δικομανής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δικομανής, etc.) |