δικομανής

Hello, you have come here looking for the meaning of the word δικομανής. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word δικομανής, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say δικομανής in singular and plural. Everything you need to know about the word δικομανής you have here. The definition of the word δικομανής will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofδικομανής, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

δικομανής (dikomanísm (feminine δικομανής, neuter δικομανές)

  1. litigious (inclined to engage in lawsuits)

Declension

singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δικομανής (dikomanís) δικομανής (dikomanís) δικομανές (dikomanés) δικομανείς (dikomaneís) δικομανείς (dikomaneís) δικομανή (dikomaní)
genitive δικομανούς (dikomanoús)
δικομανή (dikomaní)
δικομανούς (dikomanoús) δικομανούς (dikomanoús) δικομανών (dikomanón) δικομανών (dikomanón) δικομανών (dikomanón)
accusative δικομανή (dikomaní) δικομανή (dikomaní) δικομανές (dikomanés) δικομανείς (dikomaneís) δικομανείς (dikomaneís) δικομανή (dikomaní)
vocative δικομανή (dikomaní)
δικομανής (dikomanís)
δικομανής (dikomanís) δικομανές (dikomanés) δικομανείς (dikomaneís) δικομανείς (dikomaneís) δικομανή (dikomaní)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δικομανής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δικομανής, etc.)

Further reading