Hello, you have come here looking for the meaning of the word
διοργανώνω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
διοργανώνω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
διοργανώνω in singular and plural. Everything you need to know about the word
διοργανώνω you have here. The definition of the word
διοργανώνω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
διοργανώνω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek διοργανῶ (diorganô) with -ώνω (-óno) ending.[1] By surface analysis, δι- (di-) + οργανώνω (organóno).
Pronunciation
- IPA(key): /ði.oɾ.ɣaˈno.no/
- Hyphenation: δι‧ορ‧γα‧νώ‧νω
Verb
διοργανώνω • (diorganóno) (past διοργάνωσα, passive διοργανώνομαι)
- to organise (UK), organize (US)
Conjugation
διοργανώνω διοργανώνομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
διοργανώνω
|
διοργανώσω
|
διοργανώνομαι
|
διοργανωθώ
|
2 sg
|
διοργανώνεις
|
διοργανώσεις
|
διοργανώνεσαι
|
διοργανωθείς
|
3 sg
|
διοργανώνει
|
διοργανώσει
|
διοργανώνεται
|
διοργανωθεί
|
|
1 pl
|
διοργανώνουμε, [‑ομε]
|
διοργανώσουμε, [‑ομε]
|
διοργανωνόμαστε
|
διοργανωθούμε
|
2 pl
|
διοργανώνετε
|
διοργανώσετε
|
διοργανώνεστε, διοργανωνόσαστε
|
διοργανωθείτε
|
3 pl
|
διοργανώνουν(ε)
|
διοργανώσουν(ε)
|
διοργανώνονται
|
διοργανωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
διοργάνωνα
|
διοργάνωσα
|
διοργανωνόμουν(α)
|
διοργανώθηκα
|
2 sg
|
διοργάνωνες
|
διοργάνωσες
|
διοργανωνόσουν(α)
|
διοργανώθηκες
|
3 sg
|
διοργάνωνε
|
διοργάνωσε
|
διοργανωνόταν(ε)
|
διοργανώθηκε
|
|
1 pl
|
διοργανώναμε
|
διοργανώσαμε
|
διοργανωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
διοργανωθήκαμε
|
2 pl
|
διοργανώνατε
|
διοργανώσατε
|
διοργανωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
διοργανωθήκατε
|
3 pl
|
διοργάνωναν, διοργανώναν(ε)
|
διοργάνωσαν, διοργανώσαν(ε)
|
διοργανώνονταν, (διοργανωνόντουσαν)
|
διοργανώθηκαν, διοργανωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα διοργανώνω ➤
|
θα διοργανώσω ➤
|
θα διοργανώνομαι ➤
|
θα διοργανωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα διοργανώνεις, …
|
θα διοργανώσεις, …
|
θα διοργανώνεσαι, …
|
θα διοργανωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … διοργανώσει έχω, έχεις, … διοργανωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … διοργανωθεί είμαι, είσαι, … διοργανωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … διοργανώσει είχα, είχες, … διοργανωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … διοργανωθεί ήμουν, ήσουν, … διοργανωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … διοργανώσει θα έχω, θα έχεις, … διοργανωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … διοργανωθεί θα είμαι, θα είσαι, … διοργανωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
διοργάνωνε
|
διοργάνωσε
|
—
|
διοργανώσου
|
2 pl
|
διοργανώνετε
|
διοργανώστε
|
διοργανώνεστε
|
διοργανωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
διοργανώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας διοργανώσει ➤
|
διοργανωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
διοργανώσει
|
διοργανωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Derived terms
References